- ράγουλο
- και ράουλο, το, Ντεχνολ. ονομασία μικρού τροχού, ο οποίος περιστρέφεται μέσα σε τροχαλιοθήκη και, ιδίως, μικρός τροχός από ξύλο ή ορείχαλκο με περιφερειακή αυλάκωση για την υποδοχή ελκόμενου σχοινιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raguly / ragule, πιθ. < rag «κουρέλι, υπόλειμμα» + -uly / -ule].
Dictionary of Greek. 2013.